- τυμπανοοσταριακός
- -ή, -ό, Ν1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυμπανικό υμένα τού αφτιού και στα ακουστικά οστάρια ταυτόχρονα2. φρ. «τυμπανοοσταριακό σύστημα»ανατ. το σύστημα που αποτελείται από τον τυμπανικό υμένα, από τα τρία ακουστικά οστάρια, δηλαδή τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, καθώς και από τα εξαρτήματά τους, και το οποίο είναι κατασκευασμένο και συναρμολογημένο έτσι ώστε οι ηχητικές δονήσεις που προσπίπτουν από έξω στον τυμπανικό υμένα να μεταδίδονται από αυτό στον λαβύρινθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + οστάριο].
Dictionary of Greek. 2013.